- άνοδα
- ἄνοδαἄνοδος 1having no way: neut nom /voc /acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄνοδα — ἄνοδος 1 having no way neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόδους — (anodus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σταφυλινιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 2 εκ. * * * ουν (Α ἀνόδους) ο δίχως δόντια, ο φαφούτης νεοελλ. Βοτ. βλ. ανόδα … Dictionary of Greek